- συσπείρω
- ΜΑσπείρω κάτι μαζί με κάποιον άλλομσν.παθ. συσπείρομαι- είμαι έμφυτος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συσπειρώ — (I) άω, ΜΑ 1. συστέλλω, συμμαζεύω («ἡ γαστὴρ συναγαγοῡσα... ἑαυτὴν καὶ συσπειράσασα», Γαλ.) 2. συναθροίζω πολλούς γύρω από κάποιον ή από κάτι («περὶ τὸν βασιλέα συνεσπειραμέναι», Αριστοτ.) 3. κάνω ένα κουβάρι, κουλουριάζω, κουβαριάζω («ἔν τινι… … Dictionary of Greek
συσπείρουσιν — συσπείρω sow aor subj act 3rd pl (epic) συσπείρω sow pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) συσπείρω sow pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύσπειρον — συσπείρω sow aor imperat act 2nd sg συσπείρω sow imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) συσπείρω sow imperf ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεσπαρμένον — συσπείρω sow perf part mp masc acc sg συσπείρω sow perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συσπαρέντων — συσπείρω sow aor part pass masc/neut gen pl συσπείρω sow aor imperat pass 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συσπειρομένων — συσπείρω sow pres part mp fem gen pl συσπείρω sow pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συσπείρεται — συσπείρω sow aor subj mid 3rd sg (epic) συσπείρω sow pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συσπειρώνω — συσπειρῶ, όω, ΝΑ 1. συστρέφω κάτι σπειροειδώς, κουλουριάζω, κουβαριάζω 2. συναθροίζω πολλούς γύρω από κάποιον ή από κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + σπειροῦμαι (< σπεῖρα)] … Dictionary of Greek
συνεσπαρμένη — συσπείρω sow perf part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεσπαρμένην — συσπείρω sow perf part mp fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)